λωρβικίτης

λωρβικίτης
ο
(ορυκτ.) βλ. λαρβικίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαρβικίτης — Πέτρωμα κυανού χρώματος που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικός λίθος. Πρόκειται για ποικιλία του αλκαλικού συηνίτη και αποτελείται από ανορθόκλαστο, αυγειρινικό αυγίτη, βιοτίτη, φαϋαλίτη κ.ά. * * * και λωρβικίτης, ο (πετρογρ.) εκρηξιγενές πέτρωμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”